- ακατάληπτος
- -η, -ο (Α ἀκατάληπτος, -ον)εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητοςαρχ.1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει, να τόν αγγίξει, άπιαστος3. αυτός που είναι αδύνατον να γνωσθεί με βεβαιότητα (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)4. εκείνος που έχει αβεβαιότητα για τη σύλληψη μιας έννοιας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταληπτὸς < καταλαμβάνω.ΠΑΡ. ακαταληψίααρχ.ἀκαταληπτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.